αστείος

αστείος
-α, -ο (AM ἀστεῖος, -α, -ον και -ος, -ον)
1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος
2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος
νεοελλ.
1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα
αρχ.
1. ο πολιτισμένος, ο κοινωνικός, ο καλλιεργημένος
2. ο έξυπνος, ο χαριτωμένος
3. ο κομψός, ο όμορφος
4. ο εξαίρετος στο είδος του
5. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀστεῖα
είδη καλής ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ. Η κυριολεκτική σημασία της λ. είναι «ο του άστεως» (πρβλ. αστικός), χρησιμοποιήθηκε όμως πάντα με μεταφορική σημασία «πολιτισμένος, καλλιεργημένος» (σε αντίθεση προς τα «αγροίκος», «λαϊκός»), απ' όπου κατέληξε στη σημασία «έξυπνος, ευφυολόγος, ευτράπελος», χρήση με την οποία απαντά ευρύτατα στη νεοελληνική. Παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη εμφανίζει και το λατ. επιθ. urbanus (κυριολ. «αστικός» < urbs «άστυ, πόλη»), που αφού προσέλαβε τη σημασία «εκλεπτυσμένος, καλλιεργημένος» κατέληξε επίσης να δηλώνει και τον «ευτράπελο αστείο» (χρησιμοποιήθηκε και ως ουσ. με την έννοια «αστειολόγος, ευφυολόγος» — πρβλ. και urbanitas «αστειότητα, ευφυολογία»). Με ανάλογο τρόπο εξελίχθηκαν σημασιολογικά και τα νεοελλ. χωρατό (κυριολ. «συναναστροφή με χωραΐτες, κατοίκους της χώρας») και χωρατεύω (κυριολ. «συναναστρέφομαι με χωραΐτες»), λέξεις που αργότερα προσέλαβαν αντιστοίχως τις σημασίες «ενδιαφέρουσα, ευτράπελη συνομιλία», «συνομιλώ», για να καταλήξουν να σημαίνουν «αστειότητα» και «αστειεύομαι» — πρβλ. και χωραταζής, χωρατά (χωρατό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀστεῖος — of the town masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστείος, -α — ο επίρρ. α 1. αυτός που με λόγια ή πράξεις προκαλεί γέλιο, ευτράπελος, χωρατατζής: Πολύ αστείος τύπος ο φίλος σου. 2. γελοίος: Είσαι πολύ αστείος με αυτό το ντύσιμο. 3. ασήμαντος, ανάξιος λόγου: Αστεία υπόθεση αυτή. 4. το ουδ. ως ουσ., αστείο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστεῖον — ἀστεῖος of the town masc acc sg ἀστεῖος of the town neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀστείω — Ἄστειος masc nom/voc/acc dual Ἄστειος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεῖα — ἀστεῖος of the town neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεῖαι — ἀστεῖος of the town fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεῖε — ἀστεῖος of the town masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστεῖοι — ἀστεῖος of the town masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀστείοις — Ἄστειος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀστείοισιν — Ἄστειος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”